τυμπανοσκλήρυνση

τυμπανοσκλήρυνση
η, Ν
ιατρ. βλ. τυμπανοσκλήρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυμπανοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. επιπλοκή τής χρόνιας ωτίτιδας, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό υαλοειδούς, ασβεστοποιητικού ιστού, ο οποίος διηθεί το τύμπανο και τα ακουστικά οστάρια, προκαλώντας βαρηκοΐα τύπου αγωγής, αλλ. τυμπανοσκλήρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”